- εκβουλγαρισμός
- ομεταβολή σε Βούλγαρο ή βουλγαρικό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκβουλγαρισμός — ο η μεταβολή σε Βούλγαρο ή σε βουλγαρικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)